μασώ

μασώ
-άω (ΑM μασῶμαι, -άομαι, Μ και μασῶ, -άω)
1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια»)
2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. μτφ. αποσπώ χρήματα, απομυζώ την περιουσία κάποιου («όσα βγάζει τού τά μασάει μια μικρούλα»)
2. φρ. α) «τά μασάω» ή «μασάω τα λόγια μου» — μιλώ με ασάφεια χωρίς να λέγω όσα γνωρίζω για μια υπόθεση
β) «μασημένα λόγια» — ακαθόριστα, ασαφή λόγια
γ) «μασώ την κλωστή» ή «μασώ το νήμα»
(για μηχάνημα) μπερδεύω την κλωστή λόγω βλάβης
δ) «μασά τα σίδερα» — είναι ρωμαλέος, ανδρείος άνθρωπος
νεοελλ.-μσν.
συμπιέζω, συνθλίβω, πολτοποιώ («η μηχανή μού μάσησε το δάχτυλο»)
αρχ.
1. κινώ τα χείλη μου σαν να μασώ για να κοροϊδέψω κάποιον
2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το μασώμενον
φάρμακο κατά τού πόνου τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μασῶ χρησιμοποιείται στην Αρχαία Ελληνική στον μέσο τ. μασῶμαι, ο οποίος προϋποθέτει έναν αμάρτυρο τ. μαθ-jάω < *μάθjω κατά το σχήμα φυράω: φύρω και συνδέεται με τους τύπους μάθ-υιαι* «γνάθοι», μάσταξ* (< *μαθ-τ-αξ) «στόμα, μάσημα» και πιθ. με το λατ. mando «μασώ» (< θ. *mandh-), ενώ η αναγωγή του σε ΙΕ ρίζα *menth- θεωρείται αμφίβολη. Είναι ένα εκφραστικό ρ. (πρβλ. μοσσύνειν «μασᾱσθαι βραδέως», γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. και έχει διορθωθεί σε μασύνειν, από όπου ο τ. μασύντης*) που εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια Μασυντίας και πιθ. Μάσων.
ΠΑΡ. μάσημα, μάσηση, μασητήρ(ας), μασητικός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναμασώ
αρχ.
διαμασώμαι, ευμασώμαι, επιμασώμαι, καταμασώμαι, προδιαιμασώμαι, προμασώμαι, προδιαμασώμαι
νεοελλ.
απομασώ, κακομασώ, καλομασώ, κουτσομασώ, ξαναμασώ, ξερομασώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μασώ — μασάω / μασώ, μάσησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μασώ — μάσησα, μασήθηκα, μασημένος, μτβ. 1. πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια πριν την καταπιώ: Το μωρό δε μασάει την τροφή γιατί δεν έχει βγάλει ακόμα δόντια. 2. μτφ., κατασπαταλώ: Μάσησε όλη την περιουσία του. 3. φρ., «Μασώ τα λόγια μου», δε μιλώ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μασῶ — μασάομαι chew pres imperat mid 2nd sg μασάομαι chew imperf ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάσω — μάσσω knead aor subj act 1st sg μάσσω knead aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιμάσω — ἀ̱τῑμά̱σω , ἀτιμάω dishonour aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀτῑμά̱σω , ἀτιμάω dishonour aor subj act 1st sg (doric aeolic) ἀτῑμά̱σω , ἀτιμάω dishonour fut ind act 1st sg (doric aeolic) ἀ̱τῑμάσω , ἀτιμάζω hold in no honour aor ind mid 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • αναμασώ — ( άω) (Α ἀναμασῶμαι) ξαναμασώ, μηρυκάζω νεοελλ. 1. μασώ καλά την τροφή 2. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια λόγια, περιττολογώ 3. μιλώ με ασάφεια, με υπεκφυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μασῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναμάσημα, αναμάσηση, αναμασητής] …   Dictionary of Greek

  • καταμασώ — καταμασῶ (Μ) εξετάζω επανειλημμένα, λέω και ξαναλέω, συζητώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μασῶ (πρβλ. ανα μασώ με τη σημ. «επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια»)] …   Dictionary of Greek

  • μάζω — (συν. στον μέλλ. μάσω και τον αόρ. έμασα) μαζεύω, μαζώνω («πρέπει να μάσω το τραπέζι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμάζω < ὁμάς, άδος] …   Dictionary of Greek

  • προδιαμασώμαι — άομαι, Α μασώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαμασῶμαι «μασώ, καταμασώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”